- στενάσαι
- στενάσαι· τινὲς πλῆξαι καὶ παῖσαι, Hsch. [full] στεναύχην,A v. στειν-. [full] στεναχεῖλαι· δαμάζεσθαι, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στενάσαι — στενά̱σᾱͅ , στενάζω sigh deeply fut part act fem dat sg (doric) στενάζω sigh deeply aor inf act στενάσαῑ , στενάζω sigh deeply aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενάσαι — Α [στένω] (κατά τον Ησύχ.) «τινὲς πλῆξαι καὶ παῑσαι» … Dictionary of Greek